αὐτο-κράτωρ

  • 1ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 3θηροκράτωρ — θηροκράτωρ, ὁ (Μ) άρχοντας τών θηρίων, εξουσιαστής τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 4θυμοκράτωρ — θυμοκράτωρ, ὁ (Μ) αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 5κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… …

    Dictionary of Greek

  • 6πολοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τών πόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + κράτωρ (< κρατῶ) (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 7σεβαστοκράτορας — ο / σεβαστοκράτωρ, ορος, θηλ. σεβαστοκρατόρισσα, ΝΜ βυζαντινό αξίωμα που απονεμήθηκε, για πρώτη φορά, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στον αδερφό του Ισαάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κράτωρ (βλ. αυτό κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 8σεισμοκράτωρ — ορoς, ὁ, Μ ο κυρίαρχος τών σεισμών, αυτός που προκαλεί τους σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 9σκηπτροκράτωρ — ορος, ὁ, Α σκηπτούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 10στοιχειοκράτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που κρατά και εξουσιάζει τα στοιχεία τής φύσης («στοιχειοκράτορες θεοί», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek