αὐτο-γενέτωρ

  • 1ομογενέτωρ — ὁμογενέτωρ, ορος, ὁ (Α) αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γενέτωρ (< γίγνομαι), πρβλ. αυτο γενέτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 2γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek