αὐτοτελῆ

  • 1αὐτοτελῆ — αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 3Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 4έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …

    Dictionary of Greek

  • 5βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 6δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το …

    Dictionary of Greek

  • 7δουκάτο — Περιοχή ή χώρα που διοικείται από δούκα. Αρχικά ο δούκας ήταν στρατιωτικός ηγέτης και δεν είχε οργανική σχέση με την περιοχή που διοικούσε. Ο όρος δ. εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι. για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη εδαφική περιοχή που κατείχε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 8επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… …

    Dictionary of Greek

  • 9επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …

    Dictionary of Greek

  • 10κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… …

    Dictionary of Greek