αὐτοτελής
1αὐτοτελής — ending in itself masc/fem nom sg …
2αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… …
3αυτοτελής, -ής — ές γεν. ούς, ή, πληθ. ουδ. ή, αυθύπαρκτος, ανεξάρτητος. Ουσ. αυτοτέλεια, η ανεξαρτησία: Είχε πια αυτοτέλεια και μπορούσε να κανονίζει ο ίδιος τη ζωή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐτοτελῆ — αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5αὐτοτελεῖ — αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut dat sg …
6αὐτοτελεῖς — αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc pl αὐτοτελής ending in itself masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7αὐτοτελέα — αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc sg (epic ionic) …
8αὐτοτελές — αὐτοτελής ending in itself masc/fem voc sg αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc sg …
9εμπορικό δίκαιο — Αυτοτελής κλάδος του ιδιωτικού δικαίου, που καθορίζει τις νομικές αρχές και τις σχέσεις που διέπουν το εμπόριο. Διαιρείται σε πολλούς κλάδους (π.χ. δίκαιο των εταιρειών, δίκαιο των αξιογράφων, δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ναυτικό δίκαιο κ …
10εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …