1αυτοποδητί — αὐτοποδητί και αὐτοποδί επίρρ. (Α) με τα πόδια, πεζή …
Dictionary of Greek
2αὐτοποδητί — indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)