αὐτονομίᾳ
1αὐτονομία — αὐτονομίᾱ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc/acc dual αὐτονομίᾱ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αυτονομία — Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς… …
3αὐτονομίᾳ — αὐτονομίαι , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc pl αὐτονομίᾱͅ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat sg (attic doric aeolic) …
4αυτονομία — η το να κυβερνιέται κάποιος με νόμους που βάζει ο ίδιος, η ανεξαρτησία: Η αυτονομία του Αγ. Όρους είναι κατοχυρωμένη από το σύνταγμα της Ελλάδας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αὐτονομίας — αὐτονομίᾱς , αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc pl αὐτονομίᾱς , αὐτονομία freedom to use its own laws fem gen sg (attic doric aeolic) …
6αὐτονομίαι — αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc pl αὐτονομίᾱͅ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat sg (attic doric aeolic) …
7αὐτονομίαν — αὐτονομίᾱν , αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc sg (attic doric aeolic) …
8αὐτονομίαις — αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat pl …
9αὐτονομίην — αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc sg (epic ionic) …
10τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …