αὐτομάτῃ
1Αὐτομάτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Αὐτομάτῃ — Αὐτομάτη fem dat sg (attic epic ionic) …
3αὐτομάτη — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc sg (attic epic ionic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐτοματέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
4αὐτομάτῃ — αὐτόματος acting of one s own will fem dat sg (attic epic ionic) …
5αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που …
6Αὐτομάταις — Αὐτομάτη fem dat pl …
7Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) …
8Αὐτομάτης — Αὐτομάτη fem gen sg (attic epic ionic) …
9Αὐτόμαται — Αὐτομάτη fem nom/voc pl …
10αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …