αὐτολήκυθος
1αυτολήκυθος — αὐτολήκυθος, ο (Α) 1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο 2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος 3. κόλακας, παράσιτο …
2αὐτολήκυθος — one who carries his own oil flask masc nom sg …
3αὐτοληκύθοις — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc dat pl …
4αὐτοληκύθου — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen sg …
5αὐτοληκύθους — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc acc pl …
6αὐτοληκύθων — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen pl …
7αὐτολήκυθοι — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc nom/voc pl …
8λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …