αὐτοδάϊκτος
1αὐτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος , αὐτοδάικτος self slain masc/fem nom sg …
2αυτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε 2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)] …
3αὐτοδαίκτως — αὐτοδαΐκτως , αὐτοδάικτος self slain adverbial αὐτοδαΐκτως , αὐτοδάικτος self slain masc/fem acc pl (doric) …
4αὐτοδάικτον — αὐτοδάϊκτον , αὐτοδάικτος self slain masc/fem acc sg αὐτοδάϊκτον , αὐτοδάικτος self slain neut nom/voc/acc sg …
5αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] …
6δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] …
7αὐτοδάικτα — αὐτοδάϊκτα , αὐτοδάικτος self slain neut nom/voc/acc pl …
8αὐτοδάικτοι — αὐτοδάϊκτοι , αὐτοδάικτος self slain masc/fem nom/voc pl …