αὐτεξούσιος
1αὐτεξούσιος — in one s own power masc/fem nom sg …
2αυτεξούσιος — α, ο (AM αὐτεξούσιος, ον και ος, α, ον) [εξουσία] 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου 2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής νεοελλ. 1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά …
3αυτεξούσιος — α, ο επίρρ. α αυτός που είναι κύριος του εαυτού του, που δε βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο ελεύθερος: Οι λαοί αγωνίζονται να γίνουν αυτεξούσιοι στον τόπο τους· το ουδ. ως ουσ., το αυτεξούσιο το δικαίωμα ή η ικανότητα να είναι κανείς αυτεξούσιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐτεξουσίως — αὐτεξούσιος in one s own power adverbial αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc pl (doric) …
5αὐτεξούσιον — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc sg αὐτεξούσιος in one s own power neut nom/voc/acc sg …
6αὐτεξουσίοις — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut dat pl …
7αὐτεξουσίου — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut gen sg …
8αὐτεξουσίους — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc pl …
9αὐτεξουσίων — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut gen pl …
10αὐτεξουσίῳ — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut dat sg …