αὐλωνίᾳ
1Αὐλωνία — Αὐλωνίᾱ , Αὐλώνιος fem nom/voc/acc dual Αὐλωνίᾱ , Αὐλώνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Αὐλωνίᾳ — Αὐλωνίᾱͅ , Αὐλώνιος fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Αυλωνία — Αποικία των αρχαίων Ελλήνων στην Ιταλία. Λεγόταν και Καυλωνία (βλ. λ.) …
4Αὐλωνίαν — Αὐλωνίᾱν , Αὐλώνιος fem acc sg (attic doric aeolic) …
5Καυλωνία — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Αποικία των Ελλήνων στο νοτιότατο άκρο της Ιταλίας. Χτίστηκε, κατά την παράδοση, από τον Αιγιέα Τυφώνα, που καταγόταν από την αχαϊκή αποικία του Κρότωνα. Εκεί είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας, όταν τον έδιωξαν από τον… …