αὐλοῦ
1αὐλοῦ — αὐλέω play on the flute imperf ind mp 2nd sg (attic doric) αὐλέω play on the flute pres imperat mp 2nd sg (attic) αὐλέω play on the flute imperf ind mp 2nd sg (attic) αὐλός pipe masc gen sg …
2Αὔλου — Αὖλος masc gen sg …
3ἀύλου — ἄυλος immaterial masc/fem/neut gen sg …
4καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… …
5συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …
6αυλώ — ( έω) (Α) [αυλός] Ι.1. παίζω αυλό 2. παίζω μουσική II. ( ούμαι) 1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού 2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού 3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού …
7οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… …
8ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… …
9αυλωτός — (Α αὐλωτός, ή, όν) [αυλός] αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού …
10αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …