αὐλητής
1αὑλητής — αὐλητής , αὐλητής flute player masc nom sg …
2αὐλητής — flute player masc nom sg …
3αὐλήτης — masc nom sg …
4αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός …
5αυλητής — ο θηλ. ήτρια και ητρίδα αυτός που παίζει αυλό (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6αὐλητέων — αὐλήτης masc gen pl (epic ionic) αὐλητής flute player masc gen pl (epic ionic) …
7αὐλητῶν — αὐλήτης masc gen pl αὐλητής flute player masc gen pl …
8Τελένικος — Αυλητής από τη Σέριφο, πάμφτωχος. Ο κωμικός Κρατίνος τον ειρωνεύεται για το άτεχνο των αυλημάτων του. Από αυτόν προέρχεται η παροιμιώδης έκφραση τελενίκειος ηχώ, δηλαδή ήχος άδειων αγγείων …
9αὐληταῖν — αὐλητής flute player masc gen/dat dual …
10αὐληταῖς — αὐλητής flute player masc dat pl …