αὐλίς
21αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …
22αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… …
23ύπαυλις — αύλεως, ἡ, Α έπαυλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ἔπαυλις σχηματισμένος από το ὑπ(ο) * + αὖλις «κατασκήνωση»] …
24Πραξιδίκες — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν 3, η Αλαλκομένεια, η Θελξίνοια και η Αυλίς, κόρες του μυθικού Βοιωτού Ωγύγη. Στην Αλίαρτο της Βοιωτίας, κοντά στο Τιλφούσιο όρος, υπήρχε ιερό τους, και τις λάτρευαν ως τιμωρούς της αδικίας και της επιορκίας. Οι Π.… …
25Aulidė — Sp Aulidė Ap Αυλίς/sgr Aulis L ist. mst. C Graikijoje …
26Aulis — Sp Aulidė Ap Αυλίς/sgr Aulis L ist. mst. C Graikijoje …
27αὔλιδα — αὔ̱λιδα , αὖλις tent fem acc sg …
28au-2, au̯-es-, au-s- — au 2, au̯ es , au s English meaning: to spend the night, sleep Deutsche Übersetzung: “ũbernachten, schlafen” Material: Arm. aganim ‘spends the night “, vair ag “ living in the country “, aut “ spend the night, night’s rest,… …