αὐθ-ωρός
1αυθωρός — αὐθωρός, όν (AM) αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ωρος < ώρα] …
1αυθωρός — αὐθωρός, όν (AM) αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ωρος < ώρα] …