αὐθ-αίρετος
1ιδιαίρετος — ἰδιαίρετος, ον (Μ) ο εκλεγμένος ξεχωριστά. επίρρ... ἰδιαρέτως (Μ) με τη θέληση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο + αιρετος (< αιρετός < αιρώ), πρβλ. αναφ αίρετος, αυθ αίρετος] …
2ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] …
3παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον …
4αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… …