αὐδάν

  • 1αὐδᾶν — αὐδάω utter sounds pres part act masc voc sg (doric aeolic) αὐδάω utter sounds pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) αὐδάω utter sounds pres part act masc nom sg (doric aeolic) αὐδᾶ̱ν , αὐδάω utter sounds pres inf act (epic doric)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αὐδᾷν — αὐδάω utter sounds pres inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3αὐδάν — αὐδά̱ν , αὐδή human voice fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αὔδαν — αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 1st sg (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 1st sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5καρβάν — καρβάν, ᾱνος, ὁ, ἡ (Α) κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ άλλους,… …

    Dictionary of Greek

  • 6κοννώ — κοννῶ, έω (Α) γνωρίζω («καρβᾱνα αὐδὰν δ εὖ, γᾱ, κοννεῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. κοῶ, έω «ακούω» και με τη γλώσσα τού Ησύχ. ἔκομεν ἑωρῶμεν, ἠσθόμεθα] …

    Dictionary of Greek

  • 7τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …

    Dictionary of Greek