αὐαίνω
81ἀφαυάνθη — ἀπό αὐαίνω dry aor ind pass 3rd sg (attic doric) ἀπό αὐαίνω dry aor ind pass 3rd sg (attic) …
82saus-, sus- — saus , sus English meaning: dry Deutsche Übersetzung: “trocken, dũrr” Note: The real root was *sa , su “dry” which was suffixed either with common ska or tra, dra, dor, ter in PIE. It seems that the Root saus , sus : (dry)… …
83αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… …
84αφαυαίνω — ἀφαυαίνω (Α) 1. λιμοκτονώ, φθίνω, σβήνω 2. παθ. ξεραίνομαι, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αυαίνω «ξεραίνω, μαραίνω, καταστρέφω»] …
85εξαυαίνω — ἐξαυαίνω (Α) [αυαίνω] ξηραίνω («ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα... ἐξηύηνε») …
86ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …
87προαυαίνω — Α αποξηραίνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] …
88σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …
89συναυαίνω — Α μαραίνω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐαίνω «ξηραίνω, μαραίνω» (< αὖος «ξερός, στεγνός»)] …
90υπεραυαίνω — Α ξηραίνω στο έπακρο, στεγνώνω υπερβολικά, αφυδατώνω πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐαίνω «ξηραίνω»] …