αἶρα
1αἴρα — αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc/acc dual αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αἴρᾳ — αἴρᾱͅ , αἶρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… …
4αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… …
5αἴρας — αἴρᾱς , αἶρα hammer fem acc pl αἴρᾱς , αἶρα hammer fem gen sg (attic doric aeolic) …
6αἰράων — αἰρά̱ων , αἶρα hammer fem gen pl (epic aeolic) …
7αἴραν — αἴρᾱν , αἶρα hammer fem acc sg (attic doric aeolic) …
8αἰρέων — αἶρα hammer fem gen pl (epic ionic) …
9αἰρῶν — αἶρα hammer fem gen pl …
10αἴραις — αἶρα hammer fem dat pl …