αἴ κ' ἐϑέλῃσϑα
1ἐθέλησθα — ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) …
2ἐθέλῃσθα — ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) …
3ἐθέληισθα — ἐθέλῃσθα , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) …
4ἐθέλησθ' — ἐθέλησθα , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) ἐθέλησθε , ἐθέλω to be willing pres subj mp 2nd pl ἐθέλησθε , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd pl (epic) …
5παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …
6φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …