αἴσχεος

  • 1αἴσχεος — αἴ̱σχεος , αἶσχος shame neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …

    Dictionary of Greek