αἴθριος
1αἴθριος — clear masc/fem nom sg …
2αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος …
3αίθριος — α, ο ανέφελος, ξάστερος, καθαρός: Ο ουρανός χθες ήταν αίθριος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αἰθριώτερον — αἴθριος clear masc acc comp sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc comp sg αἴθριος clear adverbial …
5αἰθριώτατον — αἴθριος clear masc acc superl sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc superl sg …
6αἰθριώτατοι — αἴθριος clear masc nom/voc superl pl …
7αἰθριώτατος — αἴθριος clear masc nom superl sg …
8αἰθρίους — αἴθριος clear masc/fem acc pl …
9αἴθριοι — αἴθριος clear masc/fem nom/voc pl …
10αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …