αἴδομαι
1αίδομαι — αἴδομαι (Α) ποιητικός τύπος τού αἰδοῡμαι*, αλλά πολύ αρχαιότερός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ais «σέβομαι, τιμώ, λατρεύω» (πρβλ. γερμ. Εhre «τιμή» < αρχ. άνω γερμ. era). Η οδοντική… …
2ais-2 — ais 2 English meaning: to be in awe, to worship Deutsche Übersetzung: “ehrfũrchtig sein, verehren” Note: The Root ais 2 : “to be in awe, to worship” is a truncated root of ai ska. The formant ska is a common Germanic suffix added …
3αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …