αἴγυπτος
1Αἴγυπτος — the river Nile fem nom sg Αἴγυπτος the river Nile masc nom sg …
2Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
3Αίγυπτος — η χώρα στη ΒΑ άκρη της Αφρικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Αἰγύπτω — Αἴγυπτος the river Nile fem nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (doric aeolic) Αἴγυπτος the river Nile masc nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (doric aeolic) …
5Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… …
6Αἰγύπτοιο — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (epic) Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (epic) …
7Αἰγύπτοις — Αἴγυπτος the river Nile fem dat pl Αἴγυπτος the river Nile masc dat pl …
8Αἰγύπτου — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg …
9Αἰγύπτους — Αἴγυπτος the river Nile fem acc pl Αἴγυπτος the river Nile masc acc pl …
10Αἰγύπτων — Αἴγυπτος the river Nile fem gen pl Αἴγυπτος the river Nile masc gen pl …