αἴγυπτος

  • 91AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 92CHAM — I. CHAM Principum Tartarorum quoque nomen est, et lingua illorum Regem, vel etiam magnum Regem significat. Imperium horum Regna Catay, Tangut, et Tainfu: Item provincias Tenduc, Camul, Ciarchiam, etc. complectitur. Vide supra Caganus, Can, Canis …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 93OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 94PELUSIUM — oppid. in extrema Aegypti ora, quae Casiotidi contermina est, a quo et extremum Nili ostium, coeteris Orientalius, quô Aegyptus ab Asia terminatur, Pelusium, seu Pelusiacum vocatur. Nunc Carabes Tyrio, Lucan. l. 8. v. 466. In vada decurrit… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 95Αιγυπτιώτης — Μόνιμος κάτοικος της Αιγύπτου, που ωστόσο είναι ξένης εθνικότητας· π.χ. οι Α. Έλληνες. * * * ο (θηλ. ώτισσα) [Αίγυπτος] αυτός που κατοικεί μόνιμα στην Αίγυπτο, χωρίς να κατάγεται από αυτήν, ξένος γεννημένος στην Αίγυπτο φρ. «οι Αιγυπτιώτες… …

    Dictionary of Greek

  • 96Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 97Αραπιά — η 1. η χώρα που κατοικούν οι αράπηδες, η Αραβία ή η Αφρική ή η Αίγυπτος 2. το σύνολο των αραβικών φυλών …

    Dictionary of Greek

  • 98Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …

    Dictionary of Greek

  • 99Χημία — ἡ, Α 1. η Αίγυπτος, η γη τής Αιγύπτου 2. τό μαύρο τμήμα τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική τού ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος τής Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), τού οποίου η… …

    Dictionary of Greek

  • 100ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek