αἴγυπτος

  • 31άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 32Αρσινόη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δισέγγονη του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α’, σύζυγος του στρατηγού Λάγου, μητέρα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Είχε δεσμό με τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και η… …

    Dictionary of Greek

  • 33Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …

    Dictionary of Greek

  • 34ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 35Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… …

    Dictionary of Greek

  • 36Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …

    Dictionary of Greek

  • 37Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …

    Dictionary of Greek

  • 38Αἰγύπτωι — Αἰγύπτῳ , Αἴγυπτος the river Nile fem dat sg Αἰγύπτῳ , Αἴγυπτος the river Nile masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 39Αἴγυπτ' — Αἴγυπτε , Αἴγυπτος the river Nile fem voc sg Αἴγυπτε , Αἴγυπτος the river Nile masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 40Αἴγυπτονδ' — Αἴγυπτόνδε , Αἴγυπτος the river Nile indeclform (adverb) Αἴγυπτονδε , Αἴγυπτος the river Nile indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)