αἴγυπτος

  • 101ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …

    Dictionary of Greek

  • 102αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …

    Dictionary of Greek

  • 103αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …

    Dictionary of Greek

  • 104αιγυπτιάζω — αἰγυπτιάζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιγυπτίους 2. είμαι δόλιος, πανούργος, όπως οι Αιγύπτιοι 3. μιλώ την αιγυπτιακή γλώσσα 4. κατακλύζομαι, όπως η Αίγυπτος, από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰγύπτιος. ΠΑΡ. μσν. αἰγυπτιασμός] …

    Dictionary of Greek

  • 105αιγυπτογενής — αἰγυπτογενής, ὲς (Α) αυτός που έχει αιγυπτιακή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἴγυπτος + γενὴς < γένος] …

    Dictionary of Greek

  • 106αιγύπτικος — αἰγύπτικος, ον (Μ) [Αἴγυπτος] ο αιγυπτιακός …

    Dictionary of Greek

  • 107αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) …

    Dictionary of Greek

  • 108αντίνοος — I Μυθολογικό προσώπου. Ο αρχηγός των μνηστήρων της Πηνελόπης, συζύγου του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ευπείθη, από ευγενή οικογένεια της Ιθάκης. Πίεσε τον Τηλέμαχο να πείσει τη μητέρα του να τον παντρευτεί και, επειδή o νέος αρνήθηκε, συνωμότησε με… …

    Dictionary of Greek

  • 109αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 110αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …

    Dictionary of Greek