αἴγλη
1Αἴγλη — the light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2αἴγλη — the light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Αἴγλῃ — Αἴγλη the light of the sun fem dat sg (attic epic ionic) …
4αἴγλῃ — αἴγλη the light of the sun fem dat sg (attic epic ionic) …
5αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… …
6αίγλη — η λαμπρότητα, φήμη, δόξα: Η αίγλη της αρχαίας Αθήνας ήταν μεγάλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Αἴγληι — Αἴγλῃ , Αἴγλη the light of the sun fem dat sg (attic epic ionic) …
8αἴγληι — αἴγλῃ , αἴγλη the light of the sun fem dat sg (attic epic ionic) …
9Αἰγλῶν — Αἴγλη the light of the sun fem gen pl …
10αἰγλῶν — αἴγλη the light of the sun fem gen pl αἰγλάζω to beam brightly fut part act masc voc sg αἰγλάζω to beam brightly fut part act neut nom/voc/acc sg αἰγλάζω to beam brightly fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …