αἴγλη

  • 81δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 82εμίρης — Λέξη αραβικής προέλευσης (στα αραβικά αμίρ σημαίνει αυτός που διατάσσει) που υποδηλώνει πολιτικοθρησκευτικό τίτλο μουσουλμάνων ηγεμόνων, ο οποίος έλαβε διαφορετικό, κατά περιόδους, περιεχόμενο. Κατά την πρώτη περίοδο της επικράτησης του… …

    Dictionary of Greek

  • 83ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …

    Dictionary of Greek

  • 84εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 85ευβόστρυχος — εὐβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ο καλλιπλόκαμος («εὐβόστρυχος αἴγλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βόστρυχος] …

    Dictionary of Greek

  • 86θαλασσαίγλη — θαλασσαίγλη, ή (Α) είδος χορταρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + αίγλη] …

    Dictionary of Greek

  • 87κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 88κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 89λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 90λαμπραίνω — (Μ λαμπραίνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, προσδίδω μεγαλείο και αίγλη 2. γίνομαι καθαρός, αστράφτω, λάμπω …

    Dictionary of Greek