αἴγλη
61Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …
62Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …
63Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… …
64Σαφαβίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία για δυόμισι περίπου αιώνες, μεταξύ 15ου και 18ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ισμαήλ (1487 1524), απόγονος του Σάφι αντ Ντιν (απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), ο οποίος το 1502 επανένωσε …
65Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …
66αιγλάζω — αἰγλάζω (Α) [αἴγλη] λάμπω, ακτινοβολώ …
67αιγλήεις — αἰγλήεις, εσσα, ῆεν (Α) [αἴγλη] 1. ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) αἰγλῆεν λαμπρά …
68αιγληφόρος — ον λαμπερός, αστραφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + φόρος < φέρω] …
69αιγλοβολώ — (Α αἰγλοβολῶ, έω) ακτινοβολώ, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + βολῶ < βολος < βάλλω. ΠΑΡ. νεοελλ. αιγλοβόλημα, αιγλοβολία] …
70αιγλοφανής — αἰγλοφανής, ὲς (Α) ακτινοβόλος, φωτοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + φανὴς < ἐφάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. φαίνω] …