αἴγλη

  • 121χρυσαυγής — ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη αρχ. 1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές φωτεινά, λαμπερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ… …

    Dictionary of Greek

  • 122Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 123Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 124Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… …

    Dictionary of Greek

  • 125Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 126Ακοίμητοι — Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση… …

    Dictionary of Greek

  • 127Ακράγας ή Ακράγαντας — Αρχαία ελληνική πόλη της Σικελίας. Στην τοποθεσία της βρίσκεται σήμερα η πόλη Αγκριτζέντο (Agrigento, 52.900 κάτ. το 2002). Αποτελεί πρωτεύουσα επαρχίας, χτισμένη σε λόφο που δεσπόζει στη θάλασσα, περίπου 4 χλμ. από τη νότια ακτή του νησιού, όπου …

    Dictionary of Greek

  • 128Ακτσέ-Κοτζά — (14ος αι.). Οθωμανός στρατηγός. Συνέβαλε μαζί με τον Κονούρ Αλπ, τον Αμπντούλ Ραχμάν και τον Μιχαήλ Κιοσέ στην καθυπόταξη της Μικράς Ασίας στους Οθωμανούς. Επί σουλτάνου Ορχάν κατέλαβε τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο Σαγγάριο και με δόλο τη… …

    Dictionary of Greek