αἴγλη

  • 111συμπαραλάμπω — Α συμμετέχω στην αίγλη κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραλάμπω «λάμπω, φέγγω λίγο»] …

    Dictionary of Greek

  • 112τρισσοφεγγής — ές, Μ αυτός που εκπέμπει τριπλή αίγλη, τριπλό φως από τρεις πηγές («Εὐαγγελισταὶ τρισοφεγγοῡς οὐσίας», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἑπτα φεγγής] …

    Dictionary of Greek

  • 113τριφαής — ές, Μ αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπτα φαής] …

    Dictionary of Greek

  • 114τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο …

    Dictionary of Greek

  • 115υπεραστράπτω — ΜΑ αστράφτω πάρα πολύ δυνατά μσν. έχω ισχυρότερη λάμψη από κάτι, επισκιάζω κάτι («τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων ὑπεραστράπτει τὸν ἥλιον», Προκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 116φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 117φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 118φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …

    Dictionary of Greek

  • 119φωτοστέφανος — ο, Ν 1. (μετεωρ.) λαμπρή, φωτεινή επιφάνεια που περιβάλλει μια φωτεινή πηγή στην ατμόσφαιρα, όπως είναι ο Ήλιος και η Σελήνη, και προκαλείται όταν οι φωτεινές ακτίνες διέρχονται από ένα μέσον το οποίο περιέχει σωματίδια ποικίλων μεγεθών ή… …

    Dictionary of Greek

  • 120χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …

    Dictionary of Greek