αἴγλη

  • 101περικοσμώ — έω, ΝΑ [κοσμώ] διακοσμώ, στολίζω κάτι γύρω γύρω νεοελλ. μτφ. κάνω κάτι να φαίνεται όμορφο και μεγαλόπρεπο, προσδίδω αίγλη, λαμπρύνω …

    Dictionary of Greek

  • 102περιφάνεια — ἡ, ΜΑ [περιφανής] 1. το να φαίνεται κάτι καθαρά από παντού, από όλες τις μεριές 2. αίγλη, επισημότητα (α. «πλοῡτον... περιφάνειαν βίου» β. «δυναστεία καὶ περιφάνεια», Μέγ. Βασ.) αρχ. 1. σαφής, διαδεδομένη γνώση («πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί»… …

    Dictionary of Greek

  • 103πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 104προαιγλία — ή, Α πιθ. το πριν από την ανατολή τού Ηλίου χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἴγλη «λάμψη, το φως τής ημέρας»] …

    Dictionary of Greek

  • 105ρεγιονισμός — και ραιγιονισμός, ο, Ν (καλ. τεχν.) ρωσικό καλλιτεχνικό κίνημα που αντιπροσώπευε ένα από τα πρώτα βήματα για την ανάπτυξη τής αφηρημένης τέχνης στη Ρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rayonisme < rayon «ακτίνα φωτός, λάμψη, αίγλη» (< λατ. radius… …

    Dictionary of Greek

  • 106σαίς — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου στο Δέλτα Α. του Νταμανχούρ, η σημερινή Σα ελ Χαγ κάρ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε σε προϊστορική εποχή από Αθηναίους αποίκους, που έφεραν εκεί τη λατρεία της Αθηνάς. Τότε άκμαζε στην πόλη η βιομηχανία των λινών… …

    Dictionary of Greek

  • 107σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 108σκοτασμός — ο, ΝΜΑ [σκοτάζω] 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό 2. μείωση, ελάττωση τής όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.) νεοελλ. μσν. 1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ,… …

    Dictionary of Greek

  • 109σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 110στρέπταιγλος — αίγλα, ον, Α αυτός που περιστρέφει τη λάμψη («στρεπταίγλαν... ὁρμὰν νεφελῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + αιγλος (< αἴγλη)] …

    Dictionary of Greek