αἴγιν'
1Αἴγιν' — Αἴγῑνα , Αἴγινα an Aeginetan fem nom/voc sg Αἴγῑναι , Αἴγινα an Aeginetan fem nom/voc pl …
2αἴγιν' — αἴγινε , αἴγινος masc voc sg αἴγιναι , αἰγίνη fem nom/voc pl …
3κατευθύ — (Α) επίρρ. 1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.) 2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ] …