αἱ ἰδέαι

  • 1ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …

    Dictionary of Greek

  • 4Platon — Pour les articles homonymes, voir Platon (homonymie) et Plato. Platon ( Πλάτων ) Philosophe occidental Antiquité …

    Wikipédia en Français

  • 5Tradition platonicienne — Platon Pour les articles homonymes, voir Platon (homonymie). Platon ( Πλάτων ) Philosophe Occidental Antiquité …

    Wikipédia en Français

  • 6ДЕМОКРИТ — (Demokritos) из Абдеры во Фракии (ок. 470 или 460 360 е гг. до н.э.) др. греч. философ, основоположник атомистического учения. Автор более 70 сочинений по этике, физике, математике, языку и литературе, различным прикладным наукам, в т.ч. медицине …

    Философская энциклопедия

  • 7ДЕМОКРИТ —     ДЕМОКРИТ (Δημόκριτος) из Абдеры (ок. 460/457 ок. 360 до н. э.), греческий философ, основоположник атомистического учения.     Жизнь и сочинения. Родился в г. Абдера во Фракии. Дата рождения философа уже в Античности была спорным вопросом:… …

    Античная философия

  • 8έναστρος — η, ο και ενάστερος, η, ο (Α ἔναστρος, ον) ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός») αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια 2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι») …

    Dictionary of Greek

  • 9απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… …

    Dictionary of Greek

  • 10κουλουβάχατα — επίρρ. άνω κάτω, φύρδην μίγδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kullu wahad «όλα ένα». Η λ. διαδόθηκε από τον τίτλο πολ. φυλλαδίου τού Θ. Κολοκοτρώνη (Φαλέζ): Η Κουλουβάχατα ήαι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι] …

    Dictionary of Greek