αἱ σύριαι π
1Συρίαι — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric aeolic) …
2συρίαι — συρίᾱͅ , συρία garment fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Σύριαι — Σύριος of fem nom/voc pl …
4σύριαι — συρία garment fem nom/voc pl …
5СИРИЙСКИЕ ВОРОТА — • Syrĭae portae, αι̉ Σύριαι πύλαι. Так назывался длинный и узкий проход между горным кряжем Аманом и заливом Исским, ведущий из Киликии в Сирию. Ширина его была такова, что войско могло пройти по нему только длинной вереницей. Ныне… …
6συροποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει τα υφάσματα ή ενδύματα σύραι ή συρίαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρία /σύρα «είδος ενδύματος» + ποιός*] …
7Αμανίδες πύλες — Στενά στο όρος Αμανό της Κιλικίας. To πρώτο, που οδηγεί στην Κιλικία, λεγόταν και «Κιλίκιαι Πύλαι» (Στράβων), ενώ κατά τον Μεσαίωνα ονομαζόταν Πορτέλα. Σήμερα, στα τουρκικά λέγεται Σακάλ Τουτάν. H θέση παρουσιάζει μεγάλη στρατηγική σημασία και… …
8Συρίᾳ — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρίαι , Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric… …