αἱ στέγαι
1στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) …
2στέγᾳ — στέγαι , στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) …
3στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …
4ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …
5πεντηκοντομέσοδμος — ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον «πολύστεγον αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»] …
6πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …
7χιών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (μετεωρ.) το χιόνι (α. «αι στέγαι τών οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος», Παπαδ. β. «ὁ Ἀναξαγόρας τῷ λευκὴν εἶναι τὴν χιόνα ἀντετίθει ὅτι ἡ χιὼν ὕδωρ ἐστὶ πεπηγός», Γεωπ. γ. «ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῡσα»,… …