αἱ περὶ τὴν λέξιν εὐ
1ελάττωμα — το (AM ἐλάττωμα) 1. μειονέκτημα 2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν») 3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα τής κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα») …
2ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …
3ГАЛЕН — ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ. Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …
4Ошибки — (лог.) находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное… …
5Ошибки (лог.) — находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное суждение и …
6σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …
7VESTA — Saturni filia ex Ope, testibus Diodor. Siculô et Apollodorô, secundum Q Fabium Victorem Iani uxor: quamquam a Poetis non raro pro terra sumitur, sive quod omnibus terrâ vestiatur, sive quod vi sua stet. Ovid. l. 6. Fast. . 299. Stat vi Terra suâ; …