αἱρετικός
1αἱρετικός — able to choose masc nom sg …
2αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… …
3αιρετικός — ή, ό αυτός που ανήκει σε θρησκευτική, φιλοσοφική ή κοινωνιολογική αίρεση: Το μεσαίωνα πολλοί αιρετικοί θανατώθηκαν από τη λεγόμενη Ιερή Εξέταση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αἱρετικά — αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc pl αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc/acc dual αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5αἱρετικῶν — αἱρετικός able to choose fem gen pl αἱρετικός able to choose masc/neut gen pl …
6αἱρετικόν — αἱρετικός able to choose masc acc sg αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc sg …
7Σαβέλλιος — Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212 217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο… …
8αἱρετικαῖς — αἱρετικός able to choose fem dat pl …
9αἱρετικαί — αἱρετικός able to choose fem nom/voc pl …
10αἱρετικοῖς — αἱρετικός able to choose masc/neut dat pl …