αἱρεσιώτης
1αἱρεσιώτης — member of a sect masc nom sg …
2αιρεσιώτης — ο (θηλ. ώτις, γεν. ιδος) (Α αἱρεσιώτης) [αἵρεση] μέλος αιρέσεως μσν. μέλος φιλοσοφικής σχολής ή οπαδός φιλοσοφικής διδασκαλίας …
3αἱρεσιωτῶν — αἱρεσιώτης member of a sect masc gen pl …
4αἱρεσιῶται — αἱρεσιώτης member of a sect masc nom/voc pl …
5αἱρεσιώταις — αἱρεσιώτης member of a sect masc dat pl …
6αἱρεσιώτην — αἱρεσιώτης member of a sect masc acc sg (attic epic ionic) …
7αἱρεσιώτας — αἱρεσιώτᾱς , αἱρεσιώτης member of a sect masc acc pl αἱρεσιώτᾱς , αἱρεσιώτης member of a sect masc nom sg (epic doric aeolic) …
8-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …
9αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …
10συναιρεσιώτης — ο, ΜΑ, και θηλ. συναιρεσιῶτις, ώτιδος Α οπαδός αιρεσιώτου («τοῑς συναιρεσιώταις τοῡ Εὐνομίου», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἱρεσιώτης (< αἵρεσις)] …
- 1
- 2