1αιμώδης — αἱμώδης, ες (Α) [αἷμα] 1. κόκκινος σαν αίμα, αιματώδης 2. αυτός που υποφέρει από αιμωδία …
Dictionary of Greek
2αἱμῶδες — αἱμώδης bloody masc/fem voc sg αἱμώδης bloody neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3αἱμώδεα — αἱμώδης bloody neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἱμώδης bloody masc/fem acc sg (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)