αἱμύλος
31αιμυλοπλόκος — αἱμυλοπλόκος, ον (Α) δολοπλόκος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + πλόκος* < πλέκω] …
32αιμυλόφρων — αἱμυλόφρων ( ονος), ο (Α) αυτός που σκέπτεται πονηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος + φρων < φρήν*] …
33αιμύλιος — αἱμύλιος, ον (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης αιμύλος …
34αἱμυλίοις — αἱμύλιος masc/fem/neut dat pl αἱμύλος wheedling masc/fem/neut dat pl (epic) …
35αἱμυλίοισι — αἱμύλιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἱμύλος wheedling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
36αἱμυλίοισιν — αἱμύλιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἱμύλος wheedling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
37αἱμυλίους — αἱμύλιος masc/fem acc pl αἱμύλος wheedling masc/fem acc pl (epic) …
38αἱμύλιοι — αἱμύλιος masc/fem nom/voc pl αἱμύλος wheedling masc/fem nom/voc pl (epic) …
39αἱμύλιος — masc/fem nom sg αἱμύλος wheedling masc/fem nom sg (epic) …