αἱμός
1αἱμός — masc nom sg …
2Αἷμος — masc nom sg …
3αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …
4Αίμος — ο βουνό της Βαλκανικής (από το οποίο και το όνομά της «Xερσόνησος του Aίμου») …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αἱμοί — αἱμός masc nom/voc pl …
6αἱμούς — αἱμός masc acc pl …
7αἱμῶ — αἱμός masc gen sg (doric aeolic) …
8αἱμῶν — αἱμός masc gen pl …
9Αἵμου — Αἷμος masc gen sg …
10Αἵμῳ — Αἷμος masc dat sg …