αἱμο-ρρᾰγία

  • 1θηλορραγία — η ιατρ. η αιμορραγία τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ρραγία (< ρραγής < ερράγην, αορ. β τού ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία, γαστρο ρραγία] …

    Dictionary of Greek

  • 2ουλορραγία — η ιατρ. τοπική αιμορραγία τών ούλων, που είναι συχνή επιπλοκή τής ουλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + ρραγία (πρβλ. αιμο ρραγία)] …

    Dictionary of Greek

  • 3οφθαλμορραγία — η αιμορραγία τών αγγείων τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] …

    Dictionary of Greek

  • 4φλεβορραγία — η, ΝΜΑ αιμορραγία από φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie] …

    Dictionary of Greek

  • 5χολορραγία — η, Ν ιατρ. χολόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμο ρραγία] …

    Dictionary of Greek

  • 6ωτορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τού έξω ακουστικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] …

    Dictionary of Greek