αἱμορραγίας
21υπόταση — (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή… …
22αγγειοθρυψία — Χειρουργική μέθοδος για την διακοπή της αιμορραγίας ενός αγγείου. Αυτό γίνεται με ειδική λαβίδα (αγγειοθρύπτης) με την οποία πιέζουμε το αγγείο ώστε να του προκαλέσουμε θλάση. Η α. χρησιμοποιείται σε σπάνιες περιπτώσεις …
23αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 …
24αγγειώματα — Παθολογικοί όγκοι νεόπλαστων ή δυσπλαστικών αγγείων (κοινώς, ελιές). Είναι συνήθως καλοήθη, κάποτε όμως παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις. Τυχόν τραυματισμός τους προκαλεί έντονες αιμορραγίες, ιδίως όταν πρόκειται για σπλαγχνικά α., οπότε υπάρχει… …
25αιμοστατικά φάρμακα — Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η… …
26Σαρκό — (Charcot). Επώνυμο δύο διάσημων Γάλλων επιστημόνων. 1. Ζαν Μαρτέν. Νευρολόγος και ψυχίατρος (Παρίσι 1825 Νιεβρ 1893), θεμελιωτής βασικών κατευθύνσεων της σύγχρονης νευροψυχιατρικής. Καθηγητής της παθολογικής ανατομίας σε ηλικία 35 ετών,… …
27αιμόπτυση — αιμόπτυση, η και αιμοπτυσία, η το φτύσιμο αίματος: Η αιμόπτυση είναι σημάδι εσωτερικής αιμορραγίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
28ανασχετικός — ή, ό κατάλληλος να συγκρατεί, να σταματά: Ο γιατρός έδωσε φάρμακο ανασχετικό της αιμορραγίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)