αἱμορραγίας
11αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …
12επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση …
13ημιανοψία — Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη,… …
14μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …
15ξεμάτωμα — το [ξεματώνω] παύση αιμορραγίας («ξεμάτωμα τής πληγής») …
16ομφαλοτριψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τού ομφάλιου λώρου με ισχυρή πίεση σε περιπτώσεις αιμορραγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίψις (< τρίβω), πρβλ. λιθο τριψία] …
17πίεστρο — το / πίεστρον, ΝΑ το πιεστήριο νεοελλ. 1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά. 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση… …
18σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …
19σταμάτημα — και σταμάτισμα, το, Ν [σταματώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σταματώ, παύση, στάση (α. «σταμάτημα τής καρδιάς» β. «σταμάτημα τής μηχανής» γ. «σταμάτημα τής βροχής») 2. εξαναγκασμός σε παύση, σε στάση («σταμάτημα τών ληστών από τους… …
20συγκατατάσσω — ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα τατάττω Α 1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.) 2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.) αρχ. παθ.… …