αἱμα

  • 51αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… …

    Dictionary of Greek

  • 52αιματιά — και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) [αἶμα] είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο τού χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου νεοελλ. 1. το… …

    Dictionary of Greek

  • 53αιματικός — ή, ό (Α αἱματικός, ή, όν) [αἷμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία») αρχ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος* (αντίθ. άναιμος*) 2. τὸ αἱματικὸν ουσ. όνομα κάποιου χόρτου …

    Dictionary of Greek

  • 54αιματογόνος — ο 1. αυτός που παράγει αίμα, που αναζωογονεί το αίμα, που προκαλεί αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἱματογόνο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, ατος + γόνος < γίγνομαι, πρβλ. αγγλ. haematogen] …

    Dictionary of Greek

  • 55αιματοδόχος — ο (Μ αἱματοδόχος, ον, Ν και ματοδόχος, α, ο) αυτός που περιέχει, που δέχεται μέσα του αίμα ως ουσ. η σκάφη, στην οποία συγκεντρώνεται το αίμα τών χοίρων που σφάζονται, για να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή τής αιματιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δόχος… …

    Dictionary of Greek

  • 56αιματοειδής — ές (Α αἱματοειδής) ο όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν το αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ειδής < εἶδος] …

    Dictionary of Greek

  • 57αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …

    Dictionary of Greek

  • 58αιματολιπής — ές ο ελλιπής ως προς το αίμα, αυτός που έχει λίγο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + λιπής < λείπω] …

    Dictionary of Greek

  • 59αιματολοιχός — αἱματολοιχός, όν (Α) 1. αυτός που λείχει, που γλείφει αίμα 2. αυτός που διψά για αίμα, αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + λοιχός < λείχω «γλείφω»] …

    Dictionary of Greek

  • 60αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… …

    Dictionary of Greek