αἱματωπός
1αιματωπός — αἱματωπός, όν (Α) [αἷμα] 1. ο κηλιδωμένος με αίμα 2. αιματόχρωμος, αιματώδης …
2αἱματωπός — bloody to behold masc/fem nom sg …
3αἱματωπόν — αἱματωπός bloody to behold masc/fem acc sg αἱματωπός bloody to behold neut nom/voc/acc sg …
4αἱματωποί — αἱματωπός bloody to behold masc/fem nom/voc pl …
5αἱματωπούς — αἱματωπός bloody to behold masc/fem acc pl …
6-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …
7αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …
8αιματώψ — αἱματώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αιματωπός …
9αιμωπός — αἱμωπός, ὸν (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης αιματωπός* …