αἱματηρᾶς
1αἱματηρᾶς — αἱματηρός bloodstained fem gen sg (attic doric aeolic) …
2αἱματηράς — αἱματηρά̱ς , αἱματηρός bloodstained fem acc pl …
3κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …