αἱμασιά
1αἱμασιά — αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc/acc dual αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αἱμασιᾷ — αἱμασιά wall fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… …
4αἱμασιάν — αἱμασιά̱ν , αἱμασιά wall fem acc sg (attic doric aeolic) …
5αἱμασιάς — αἱμασιά̱ς , αἱμασιά wall fem acc pl …
6αἱμασιαῖς — αἱμασιά wall fem dat pl …
7αἱμασιαῖσι — αἱμασιά wall fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8αἱμασιαί — αἱμασιά wall fem nom/voc pl …
9αἱμασιᾶς — αἱμασιά wall fem gen sg (attic doric aeolic) …
10αἱμασιῆς — αἱμασιά wall fem gen sg (epic ionic) …